Αν και η μαγνητική τομογραφία (MRI) είναι ένα πολύ καλό διαγνωστικό εργαλείο για να αναδείξει την παθολογία του μεσοσπονδύλιου δίσκου, εν τούτοις δεν μπορεί να κρίνει άμεσα αν η συγκεκριμένη παθολογία προκαλεί τον πόνο.
Η δισκογραφία είναι ένα πολύ ειδικό διαγνωστικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει τον γιατρό να καθορίσει εάν η παθολογία του δίσκου προκαλεί τον πόνο. Η δισκογραφία λόγω του ελάχιστα επεμβατικού της χαρακτήρα χρησιμοποιείται σε ασθενείς οι οποίοι πρόκειται να υποβληθούν σε διαδερμική ή χειρουργική θεραπεία του μεσοσπονδύλιου δίσκου.
Η δισκογραφία εκτελείται συνήθως σε ένα δωμάτιο που έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την απεικόνιση των δίσκων με ακτίνες Χ. Συνήθως, ελέγχονται τα χαμηλότερα δύο ή τρία επίπεδα δίσκου στην οσφυϊκή μοίρα. Εντός του μεσοσπονδύλιου δίσκου εγχύεται ένα υγρό που είναι εμφανές ακτίνες Χ. Εάν ο δίσκος είναι φυσιολογικός, το υγρό παραμένει στο κέντρο του δίσκου. Εάν ο δίσκος είναι παθολογικός, το υγρό εξαπλώνεται μέσω των ρήξεων του δίσκου τόσο στην περιφέρεια όσο και στον επισκληρίδιο χώρο στο δίσκο. Επιπλέον ζητάται από τον εξεταζόμενο να αξιολογήσει την ένταση του πόνου που προκαλεί η έγχυση (αν υπάρχει) αλλά και τις πιθανές ομοιότητες του πόνου (είδος και τοποθεσία) με τον συνήθη πόνο. Ο πόνος που προκαλείται από την έγχυση πρέπει να είναι προσωρινός. Η αξονική τομογραφία που διεξάγεται μετά την δισκογραφία δίνει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ακριβές μοντέλο της εξάπλωσης του υγρού μέσα ή έξω από το δίσκο.
Τα αποτελέσματα της δισκογραφίας πρέπει να συνδυάσθουν με τα αποτελέσματα από άλλες εξετάσεις και τη φυσική εξέταση για τον καλύτερο προσδιορισμό του παθολογικού δίσκου. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστεί εάν η διαδερμική ή η χειρουργική επέμβαση μπορεί να είναι ευεργετική. Αν ναι, τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του καλύτερου τύπου διαδερμικής ή χειρουργικής επέμβαση και για το ποια επίπεδα μεσοσπονδύλιου δίσκου πρέπει να συμπεριληφθούν στην επέμβαση